- ναυτολόγηση
- ηναυτολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουρμάρισμα — το, Ν [τσουρμάρω] η ναυτολόγηση τού πληρώματος πλοίου … Dictionary of Greek
μπαρκάρισμα — το (λ. ιταλ.), ατος, η επιβίβαση κάποιου σε πλοίο για να εργαστεί, η ναυτολόγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουρμάρισμα — το η ναυτολόγηση πληρώματος πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)